κραμβαλίζω

κραμβαλίζω
κραμβᾰλίζω,
A = καπυρίζω, κατασείω, Hsch.:—but [full] κραμβᾰλιαστύς, , loud laughter (to be read for χαραμβαλιαστύς), Id. (post χρᾷν). [full] κραμβασπάρᾰγος, , = κραμβοσπάραγον, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραμβαλίζω — (Α) (Ησύχ.) «καπυρίζω», ασωτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλέος «ξηρός, καβουρντισμένος». Η σημ. «ασωτεύω» προήλθε μάλλον από σύγχυση προς το κρεμβαλιάζω «χορεύω στον ήχο τών κροτάλλων»] …   Dictionary of Greek

  • κραμβαλίζουσιν — κραμβαλίζω loud laughter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κραμβαλίζω loud laughter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβαλιαστύς — κραμβαλιαστύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) δυνατό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλίζω «ασωτεύω» κατά τα παρ. τών ρ. σε ιάζω + κατάλ. τύς (πρβλ. ασπασ τύς, γελαστ τύς), πιθ. κατ επίδραση τού κρεμβαλιαστύς «χορός στον ήχο τών κροτάλων» <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”